μάλινχερ

μάλινχερ
το
βλ. μάνλιχερ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μάνλιχερ — και μάλινχερ, το τύπος οπισθογεμούς επαναληπτικού όπλου με ευρύτατη στρατιωτική χρήση στο παρελθόν, που πήρε την ονομασία του από το επών. τού κατασκευαστή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το επών. τού Αυστριακού εφευρέτη F. Mannlicher, που τό κατασκεύασε] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”